6. ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ

Σήμερα η διάλεξη έχει τον τίτλο η συνείδηση και οι τέσσερις καταστάσεις της. Έχουμε αναφερθεί αρκετά μέχρι τώρα στις έννοιες συνείδηση, και ουσία που ουσιαστικά είναι το ίδιο πράγμα σε δύο όμως διαφορετικές βαθμίδες.

Χρησιμοποιούμε τη λέξη συνείδηση για να περιγράψουμε διάφορες καταστάσεις στην καθημερινή μας ζωή, τις περισσότερες φορές μ’ έναν τρόπο λανθασμένο, ασυνείδητα, χωρίς να κατανοούμε τι πραγματικά σημαίνει. Εάν όμως κατανοούσαμε την έννοια της λέξης συνείδηση σίγουρα θα αρχίζαμε να νιώθουμε πιο έντονα την ανάγκη της ενεργοποίησής της, γιατί πραγματικά είναι αυτό μέσα από το οποίο θα καταφέρουμε να απελευθερωθούμε.

Ας δούμε τώρα τι είναι συνείδηση.

Η συνείδηση είναι κάτι υπέροχο, θαυμαστό, είναι το πραγματικό, το Θεϊκό και βρίσκεται μέσα στον κάθε έναν από εμάς. Είναι μία ενέργεια με πολύ μεγάλη παλμική συχνότητα. Είναι μια ενέργεια που η ίδια γνωρίζει τον εαυτό της. Δηλαδή αυτογνωρίζεται, κι είναι η μόνη που όπως είπαμε μπορεί να μας οδηγήσει στην απελευθέρωση.

Η συνείδηση δεν είναι ούτε η σκέψη, ούτε το διανοητικό, ούτε ο νους ούτε η προσωπικότητα ούτε κι η λογική. Πολλές φορές χρησιμοποιείται από διάφορους ανθρώπους για να εκφράσει τέτοιου είδους έννοιες αλλά στην πραγματικότητα δεν συνδέεται με τίποτα από όλα αυτά.

Είναι λίγο δύσκολο στην πραγματικότητα να δώσουμε μία έννοια θεωρητική για την συνείδηση, να την εξηγήσουμε δηλαδή με λόγια γιατί την συνείδηση την βιώνουμε μέσα μας. Είναι κάτι πολύ ιδιαίτερο και προσωπικό και μόνον ο καθένας από μας μπορεί να την καταλάβει στον εαυτό του, παίρνοντας την εμπειρία της ίδιας του της συνείδησης. Η συνείδηση δεν φτιάχνεται ούτε με ηθικούς κανόνες ούτε μέσω κάποιων φιλοσοφιών ούτε με κάποιο τέχνασμα. Είναι το πιο όμορφο, το πιο βαθύ, πραγματικό, ευγενές και σταθερό που πάλλεται στο βάθος της ουσίας του κάθε ενός από εμάς. Είναι το θεϊκό μέσα μας. Η συνείδηση τώρα της ουσίας του καθενός μας αποτελεί και το μέγεθος της αντιληπτικότητας του. Ας το δούμε.

Η ουσία όπως είπαμε δίνει σε ένα μωρό την ομορφιά και την λαμπρότητα, αυτό που το κάνει να ξεχωρίζει και που μας έλκει όλους κοντά του. Αλλά στην πραγματικότητα είναι αθώα, για αυτό και πολύ εύκολα πέφτει στο λάθος των εγώ. Δεν έχει την επίγνωση της ύπαρξής της κι ενώ ζει μέσα στο φως και στην ευτυχία δεν έχει αντίληψη αυτής της ευτυχίας.

Όταν μιλάμε για συνείδηση εννοούμε την ίδια την ουσία μας η οποία έχει μετατραπεί, περνώντας μέσα από το καλό και το κακό και έχει μπορέσει, αφού έχει περάσει απ’ τα δύο άκρα, να τα κατανοήσει και να αποκτήσει εξυπνάδα, μαεστρία. Τότε είναι που αποκτά την ικανότητα να αντιλαμβάνεται τη ζωή σαν ολότητα κι έτσι μπορεί να αυτογνωριστεί. Τότε είναι που γνωρίζει η ίδια από πού κατήλθε κι αγωνίζεται η ίδια να διανοίξει τα σκοτάδια της αρνητικότητας μέσα στην οποία βρίσκεται παγιδευμένη και να επιστρέψει ξανά στο φως για να μπορέσει να ενωθεί μαζί του.

Η συνείδηση είναι η αντίληψη του παρόντος και βρίσκεται πάντοτε ακριβώς στο εδώ και τώρα από στιγμή σε στιγμή, σε αντίθεση βέβαια με το εγώ που είπαμε ότι πάλλεται, διαδικάζεται είτε στο παρελθόν, είτε στο μέλλον. Είναι ένα είδος πολύ ιδιαίτερης σύλληψης εσωτερικών γνώσεων εντελώς ανεξάρτητη από οποιαδήποτε διανοητική δραστηριότητα. Δεν σκέφτεται αλλά δρα, άμεσα κι αυθόρμητα και υπάρχουν σ’ αυτήν πολλά επίπεδα. Άλλη είναι η συνείδηση ενός ατόμου, που παλεύει να τελειοποιήσει τον εαυτό του κι άλλη είναι η συνείδηση ενός αγίου. Διαφορετική είναι η συνείδηση που έχει ένας δόκιμος, ένας μαθητής και διαφορετική η συνείδηση ενός Δασκάλου.

Όταν έχουμε εμείς αρχίζει να αφυπνίζουμε την συνείδηση μας το καταλαβαίνουμε γιατί η συνείδηση από μόνη της μας κάνει να το γνωρίζουμε αυτό, λόγω της εσωτερικής αντίληψης, του εσωτερικού βιώματος, που υπάρχει σε μας, όχι μόνο στο φυσικό κόσμο αλλά και στους εσωτερικούς κόσμους.

Όπως είπαμε η συνείδηση δρα, ξέρει τι πρέπει να κάνει και πότε να το κάνει. Ο Δάσκαλος Σαμαέλ μας λέει ότι η αφυπνισμένη συνείδηση φαίνεται από τις πράξεις ενός ατόμου. Ένας συνειδητός άνθρωπος ποτέ δεν αντιφάσκει, δεν προγραμματίζει, δεν σκέφτεται, μόνο πράττει σωστά χωρίς φόβους, χωρίς δισταγμούς, προκαταλήψεις, αμφιβολίες και χωρίς καμία μηχανικότητα.

Ένας άνθρωπος που έχει αφυπνίσει έστω κι ένα μέρος, ένα ποσοστό της συνείδησης του, όταν βλέπει ένα άλλο άτομο που χρειάζεται βοήθεια, το βοηθάει αυθόρμητα, χωρίς να διαδικάσει στο νου του εάν πρέπει να το κάνει ή όχι ή πότε ακριβώς πρέπει να το κάνει κλπ. Γιατί γνωρίζει απ’ ευθείας αν μπορεί κι αν πρέπει να βοηθήσει την δεδομένη στιγμή, αλλά και πώς θα το κάνει σωστά.

Κάποιος όμως ο οποίος είναι ασυνείδητος θα κάνει ένα σωρό σκέψεις. Θα έχει ένα σωρό φοβίες, αμφιβολίες, δισταγμούς και τελικά αν αποφασίσει να βοηθήσει, στο τέλος θα αισθάνεται σαν ένας σούπερ ήρωας, ή το λιγότερο σαν ένας άγιος, επειδή έκανε μία θαυμαστή πράξη και θα περιμένει την απαραίτητη ευγνωμοσύνη, αναγνώριση της πράξης του, ευχαριστίες από την άλλη πλευρά κ.τ.λ. Κι αν δεν του δοθούν οι ανάλογες ευχαριστίες θα πει, ή έστω θα σκεφτεί: «Κοίτα τον αχάριστο! Εγώ που τον βοήθησα!.. Κι αυτός!..  Ούτε ένα ευχαριστώ!.. Εγώ που!..» κλπ., κλπ.

Αν όμως παρατηρήσουμε τα μέλη του εαυτού μας, το φυσικό μας σώμα, θα δούμε ότι όταν το ένα χέρι βοηθάει το άλλο, φυσικά εκείνο δεν το ευχαριστεί για την βοήθεια που του προσέφερε. Αυτό μας φαίνεται πολύ αυτονόητο, αλλά στην πραγματικότητα δεν το έχουμε κατανοήσει πραγματικά. Συμβαίνει βέβαια επειδή αποτελούμε όπως και τα υπόλοιπα μέλη μας έναν οργανισμό. Με αυτόν τον τρόπο, σαν έναν οργανισμό αλληλένδετα συνδεδεμένο,   θα έπρεπε αντιλαμβανόμαστε ολόκληρη την ανθρωπότητα.

Έτσι κι η συνείδηση είναι μία, είναι κοσμική κι ας βρίσκεται μέσα σε διαφορετικά σώματα, φύλα, φυλές χρώματα κλπ. Είναι μία και ας έχει διαφορετικούς βαθμούς ανάπτυξης από άτομο σε άτομο.

Συμβαίνει όμως και το άλλο. Κάποιος ο οποίος είναι ιδιαίτερα καλλιεργημένος με λεπτότητα στους τρόπους κι ιδιαίτερη ευγένεια στην συμπεριφορά του, να δείχνει καμιά φορά εξωτερικά σαν πνευματικά ανεπτυγμένος, σαν συνειδητός άνθρωπος. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι πράγματι έχει αφυπνίσει την συνείδηση του. Γιατί είναι πιθανό όλα αυτά να γίνονται με έναν τρόπο μηχανικό, ασυνείδητο, από κάποιο εγώ ίσως τελειομανίας, φόβου, ανασφάλειας ότι μπορεί να τον κακοχαρακτηρίσουν ή να φανεί κάπως παράξενος στο περιβάλλον.

Αυτό μπορεί να γίνει φανερό αν κάποιος άλλος προσβάλλει για κάποιο λόγο αυτόν τον άνθρωπο που έχει μάθει να φέρεται με τέτοιου είδους τρόπους ευγένειας. Τότε περισσότερο ή λιγότερο θα καταλάβουμε ότι πίσω από την ευγένεια και την λεπτότητα και την φαινομενική καλοσύνη αναβλύζει θυμός, εκδικητικότητα, κακεντρέχεια και πολλά άλλα αρνητικά συναισθήματα. Συνήθως βέβαια πάλι συγκαλυμμένα, γιατί ένας τέτοιος άνθρωπος συνήθως φιλτράρει πολύ καλά τέτοιου είδους συναισθήματα για να παρουσιάζει προς τα έξω μια προσωπικότητα λεπτή, ιδιαίτερη, ευγενική κλπ.

Αν όμως πράγματι δρούσε με την συνείδηση του και από πραγματική αγάπη η ευγένεια κι η καλοσύνη θα ήταν αμετάβλητες, ανεξάρτητα από τις εξωτερικές επιρροές και προκλήσεις.

Όλα αυτά όμως συμβαίνουνε επειδή είμαστε 97% εγώ. Και το εγώ όπως έχουμε πει μεταφέρει συνεχώς τη συνείδηση μας είτε στο παρελθόν είτε στο μέλλον, δηλαδή έξω από μας, στην περιφέρεια και μ’ αυτόν τον τρόπο μας κοιμίζει. Κοιμίζει την συνείδηση μας και κατ’ επέκταση κι εμάς τους ίδιους.

Όμως η πραγματική έννοια της ζωής είναι, να είναι οι σκέψεις μας ακριβώς εκεί όπου βρισκόμαστε και όχι να βρισκόμαστε εμείς εκεί που είναι οι σκέψεις μας, δηλαδή να μας πηγαίνουν σε διάφορους άλλους χώρους μακριά από το φυσικό μας σώμα, εκεί όπου διαδικάζονται τα διάφορα εγώ, που πραγματοποιούν τις επιθυμίες τους. Κι επειδή συνήθως ποτέ δεν έχουμε τις σκέψεις μας στο εδώ και τώρα από στιγμή σε στιγμή, αλλά τις έχουμε πάντα στο πριν, στο μετά, στο χτες, στο αύριο, η συνείδηση μας κοιμάται. Κι όσο περισσότερο ξεχνάμε το παρόν τόσο και σε βαθύτερο ύπνο βυθίζουμε τη συνείδησή μας και βέβαια βυθιζόμαστε κι εμείς οι ίδιοι. Σήμερα αν κι είναι πολύ λυπηρό να το βεβαιώνουμε, όμως αυτή είναι η αλήθεια, όλη η ανθρωπότητα ζει κοιμισμένη.

Αλλά το πρώτο πράγμα που χρειάζεται κανείς για να ξυπνήσει τη συνείδηση είναι να γνωρίσει και να αποδεχτεί ότι πραγματικά κοιμάται. Το να καταλάβει τώρα κάποιος ότι πραγματικά κοιμάται είναι λίγο δύσκολο γιατί όλη η ανθρωπότητα είναι πεπεισμένη ότι είναι ξύπνια κι ότι κοιμάται μόνο τη νύχτα στο κρεβάτι της. Μας αρέσει να κάνουμε όνειρα για το αύριο και να ζούμε στις αναμνήσεις του παρελθόντος. Κι αν κάποιος μας πει κοιμισμένους προσβαλλόμαστε, κι αν μας πουν αφηρημένους ψάχνουμε να βρούμε διάφορες δικαιολογίες.

Αλλά τι είναι ο αφηρημένος ή ο ονειροπόλος. Είναι αυτός που ξεχνάει τον εαυτό του. Ας σκεφτούμε πόσες φορές χρησιμοποιούμε τη λέξη ξέχασα από το πρωί μέχρι το βράδυ. Ξέχασα τα κλειδιά μου, ξέχασα τα γυαλιά μου, ξέχασα το ραντεβού μου, ξέχασα το πορτοφόλι μου, ξέχασα τι ημέρα έχουμε, ξέχασα το φαγητό στη φωτιά και πολλά άλλα ξέχασα. Γιατί όμως ξεχνάμε τόσο πολύ; Γιατί ξεχνάμε συνεχώς τον εαυτό μας και ονειρευόμαστε ξύπνιοι. Είμαστε όλοι κινούμενα ρομπότ και εκτελούμε κινήσεις μηχανικές λόγω μάθησης, από τις τόσες φορές, που έχουμε επαναλάβει αυτές τις ίδιες κινήσεις.

Τα παραδείγματα είναι άπειρα. Οδηγούμε και σκεφτόμαστε τις υποθέσεις που έχουμε να διεκπεραιώσουμε, ή οτιδήποτε άλλο, επομένως δεν είμαστε στο τιμόνι κι αυτό πολλές φορές καταλήγει πολύ άσχημα. Καθόμαστε στο λεωφορείο βυθισμένοι στις σκέψεις μας και συχνά πυκνά, προσπερνάμε την στάση στην οποία θα έπρεπε να είχαμε κατεβεί. Ξεκινάμε να κάνουμε μια δουλειά μέσα στο σπίτι και εβρισκόμενοι μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο δωμάτιο  αναρωτιόμαστε τι δουλειά έχουμε εμείς εκεί πέρα.

Γιατί όμως μας συμβαίνουν όλα αυτά; Γιατί τριγυρνάμε σαν υπνοβάτες; Γιατί δεν έχουμε ποτέ συνείδηση αυτού που κάνουμε; Θα είχαμε συνείδηση εάν όταν ντυνόμασταν κάναμε αυτό και μόνο, με τον νου μας εστιασμένο μόνο στο ντύσιμο. Αν όταν τρώγαμε, η συνείδηση μας ήταν παρούσα στο φαγητό,  όταν πλενόμαστε, όταν συζητάμε – αυτό βέβαια είναι λιγάκι πιο δύσκολο – όταν οδηγούμε – πολύ απαραίτητο – κλπ., κλπ. Αν ήμασταν παρόντες σε κάθε πράξη της ζωής μας.

Πώς όμως θα αφυπνιστούμε; Με το να συλλαμβάνουμε τον εαυτό μας όταν παρασυρόμαστε σε αυτόν τον ύπνο και να ξαναγυρίζουμε στη στιγμή στο εδώ και τώρα. Αυτό δηλαδή το κλειδί που δώσαμε από την δεύτερη διάλεξη δηλαδή το εδώ και τώρα από στιγμή σε στιγμή.

Οι βασικοί παράγοντες τώρα, που επιφέρουν τον ύπνο της συνείδησης είναι η ταύτιση και η γοητεία. Ας δούμε πως γίνεται αυτό.

Έρχεται στη μνήμη μας μία οποιαδήποτε σκέψη, κατάσταση, αντικείμενο ή βλέπουμε μια εικόνα και ταυτιζόμαστε με αυτή νιώθοντας να αντιπροσωπεύει κάτι μέσα μας. Αυτό είναι το στάδιο της ταύτισης Αρχίζουμε να την σχολιάζουμε και να την κρίνουμε. Είτε δικαιολογώντας την είτε επικρίνοντάς την.. Γοητευόμαστε από όλο αυτό, που είναι μία ψευδαίσθηση, η ίδια μας η προβολή, όλο και περισσότερο. Μετά αρχίζουμε να ζούμε μέσα σε αυτήν την σκέψη. Και όσο πιο πολύ χανόμαστε μέσα σ’ αυτήν την σκέψη τόσο πιο βαθύ γίνεται το όνειρο της συνείδησης και χάνουμε τον εαυτό μας μέσα της. Ας δούμε ένα παράδειγμα.

Βλέπουμε το καινούργιο αυτοκίνητο του γείτονα. Αυτό αντιπροσωπεύει για μας κάποιες αξίες που πιστεύουμε σαν θετικές, φιλοδοξία, απληστία, λαγνεία κ.τ.λ., που όμως προβάλλονται σαν «αρετές» (π.χ. εργατικότητα, ταυτιζόμαστε με κάποιο πρότυπο καριέρας) και «πραγματικές» ανάγκες (π.χ. ασφάλεια για την οικογένεια στα ταξίδια) και έτσι ταυτιζόμαστε μ’ αυτό. Ακόμη κι αν γνωρίζουμε ότι δεν μπορούμε να το αποκτήσουμε, η ιδέα μας γοητεύει και αρχίζουμε να το σκεφτόμαστε. Εδώ αρχίζει το παιχνίδι της γοητείας. Η σκέψη μας γίνεται όλο και πιο έντονη και μας γίνεται σιγά-σιγά έμμονη ιδέα. Αρχίζουμε να σχεδιάζουμε σιγά-σιγά πως θα το αποκτήσουμε. Να πάμε σε κάποια αντιπροσωπεία, να ρωτήσουμε κάποια πράγματα, να πάρουμε πληροφορίες, να δούμε τα πλεονεκτήματά του κλπ., κλπ. Ενθουσιαζόμαστε με τις ίδιες μας τις σκέψεις και ήδη βλέπουμε τον εαυτό μας στο τιμόνι να οδηγεί το καινούργιο αυτοκίνητο. Έχουμε γίνει ένα με το αυτοκίνητο. Χαρακτηριστική είναι η φράση: «Τράκαρα». Γιατί τράκαρα; Εγώ τράκαρα; Ή το αυτοκίνητο; Κι όμως όλοι χρησιμοποιούμε αυτή τη φράση. Κι όχι μόνο απλώς τη χρησιμοποιούμε αλλά ακόμα κι αν δεν έχει πάθει τίποτα το δικό μας φυσικό μας σώμα αισθανόμαστε πολύ άσχημα που τράκαρε το αυτοκίνητο. Να λοιπόν η ταύτιση και το ταξίδι της συνείδησης, ο ύπνος της συνείδησης.

Πόσες φορές δεν έχουμε αγοράσει πράγματα άχρηστα, γιατί έχουμε ταυτιστεί. Έχουμε σπαταλήσει χρήματα σε ανούσια πράγματα εξαιτίας μιας στιγμιαίας ταύτισης και μετά μας λείπουν από κάπου αλλού που ίσως να ήταν και για κάποια πιο βασική ανάγκη. Συνήθως γεμίζουμε το σπίτι μας με σκουπίδια και περιμένουμε να παλιώσουνε λίγο για να έχουμε μία δικαιολογία έτσι ώστε να μπορέσουμε να τα ξεφορτωθούμε, για να ταυτιστούμε με κάποια καινούργια, που από πίσω τους κρύβουν κάποιες επιθυμίες, που από πίσω τους κρύβουν κάποια εγώ, παλιά ή νέα.

Ο Δάσκαλος Σαμαέλ μας λέει: «Οι άνθρωποι είναι γοητευμένοι με όλα τα πράγματα της ζωής. Ο αλκοολικός στο μπαρ είναι γοητευμένος με το οινόπνευμα, με τον ίδιο το χώρο, με τους φίλους που συναντάει εκεί, με τις γυναίκες κλπ. Η ματαιόδοξη γυναίκα είναι ταυτισμένη με το θέλγητρο του εαυτού της μπροστά στον καθρέφτη. Ο τσιγκούνης πλούσιος με τα λεφτά και τις ιδιοκτησίες του. Ο τίμιος εργάτης είναι γοητευμένος κι αυτός με τη σκληρή δουλειά στο εργοστάσιο. Ο πατέρας της οικογένειας βρίσκεται γοητευμένος με την οικογένειά του, με το ρόλο του σαν πατέρας».

Καταλήγει λοιπόν απαραίτητο για να ελευθερώσουμε την εγκλωβισμένη μας συνείδηση να καταφέρουμε να είμαστε όσο το δυνατόν πιο πολύ στο παρόν. Για αυτό θα επαναλάβω σήμερα το κλειδί που δώσαμε στην προηγούμενη διάλεξη, το κλειδί Υ. Α. Τ. που όπως είπαμε τα αρχικά του σημαίνουν: Υποκείμενο, Αντικείμενο, Τόπος. Και θα λέγαμε ότι κατά κάποιον τρόπο συμπυκνώνουν μέσα του λίγο και την αυτοπαρατήρηση και το εδώ και τώρα.

Για να το δούμε πιο αναλυτικά.

Το πρώτο σκέλος λοιπόν είναι το υποκείμενο που είμαστε εμείς οι ίδιοι. Συνειδητοποιούμε λοιπόν ότι υπάρχουμε. Δηλαδή είμαστε αυτοπαρατηρούμενοι κι επάγρυπνοι φρουρώντας τις αισθήσεις μας και το νου μας. Γιατί αν ελέγχουμε τις αισθήσεις και την διάνοιά μας τότε δεν μπορεί κανένα εγώ να μας ρίξει στον ύπνο της συνείδησης, να ρίξει δηλ. την συνείδηση μας στον ύπνο.

Το δεύτερο σκέλος είναι το αντικείμενο. Δηλαδή οτιδήποτε, με το οποίο ασχολούμαστε σε μια δεδομένη στιγμή. Αν τρώμε να είμαστε σ’ αυτό που τρώμε. Αν διαβάζουμε να είμαστε συγκεντρωμένοι σ’ αυτό που διαβάζουμε. Αν δουλεύουμε να είμαστε σε αυτό που δουλεύουμε. Αυτό σημαίνει να μην κάνουμε μηχανικές κινήσεις, ενώ οι σκέψεις μας κι η διάνοιά μας ταξιδεύουνε κάπου αλλού σε κάποιες άλλες περιοχές αλλά να έχουμε συνείδηση αυτού που κάνουμε την δεδομένη στιγμή.

Σκεφτείτε να χειρίζεται κάποιος διάφορα μηχανήματα και τα χέρια του να δουλεύουν μόνα τους μηχανικά, ενώ ο νους του τρέχει κάπου αλλού. Μπορεί να συμβούν φυσικά τραγικά λάθη και τέτοιου είδους ασυνειδησία μπορεί να πληρωθεί ακόμα και με την ίδια την ζωή.

Σκεφτείτε κάποιον ο οποίος οδηγεί ένα λεωφορείο μ’ έναν αριθμό ατόμων μέσα που φυσικά έχει και την ευθύνη τους, να έχει απορροφηθεί από διάφορες σκέψεις που τον απασχολούν.

Επίσης αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να παρατηρούμε τα αντικείμενα με τα οποία ασχολούμαστε κάποια στιγμή ή αυτά που βρίσκονται γύρω μας σαν να τα βλέπαμε για πρώτη φορά, τότε θα νιώσουμε έκπληξη. Δηλαδή όταν κάτι το παρατηρούμε το βλέπουμε για πρώτη φορά μας κάνει μία ιδιαίτερη εντύπωση, μας προκαλεί μία έκπληξη. Γιατί στ’ αλήθεια ακριβώς επειδή δεν το γνωρίζουμε το κοιτάμε με μια πιο συνειδητή ματιά, γι’ αυτό ακριβώς έχουμε και αυτό το αίσθημα της έκπληξης. Όταν το ξαναδούμε όμως, δεν το προσέχουμε. Γιατί τι γίνεται; Έχει αποτυπωθεί στην μνήμη μία εικόνα ήδη και την οποία αυτόματα με το που θα το αντικρίσουμε ξανά, την αναπαράγει ο νους και αντί να δούμε το πραγματικό αντικείμενο, προβάλλεται στο νου, αυτή η πρώτη εικόνα και εντύπωση. Έτσι πάλι δρούμε μ’ έναν μηχανικό τρόπο, ασυνείδητο.

Θα φέρω ένα παράδειγμα. Ας πούμε ότι βλέπουμε έναν πίνακα ζωγραφικής ο οποίος τοποθετήθηκε στο σαλόνι του σπιτιού μας, ή σε κάποιον χώρο, ή στην δουλειά μας. Τον βλέπουμε κάθε μέρα. Όταν τον βλέπουμε για πρώτη φορά έχουμε αυτήν την έκπληξη που είπαμε πριν, τον παρατηρούμε με μεγαλύτερη συνειδητότητα, θαυμάζουμε την ευαισθησία του, τα χρώματά του, την καλλιτεχνική του αξία κι ότι άλλες αρετές μπορεί να έχει. Έτσι λοιπόν η συνείδηση μας έχει δεχτεί την εικόνα όπως την είδε στην αρχή και εντυπωσιάστηκε, και η οποία έχει καταγραφεί μέσα στην μνήμη. Όταν όμως τον δούμε την άλλη μέρα θα τον δούμε τελείως φευγαλέα με την αντίληψη που είχαμε χτες κι η οποία έχει περάσει στη μνήμη. Κι αν κάποιος τώρα έχει κάνει κάτι, ένα μικρό σημαδάκι ας πούμε πάνω σ’ αυτό το έργο, η αλήθεια είναι ότι είναι δύσκολο μάλλον να το παρατηρήσουμε. Να παρατηρήσουμε αυτήν την αλλαγή.

Έτσι καταλαβαίνουμε ότι το παρελθόν που είναι μνήμη δρα στο παρόν και το σκοτώνει και η συνείδηση παραμένει έτσι στον ύπνο της. Βλέπουμε λοιπόν ότι η συνείδηση μας διαδικάζεται σύμφωνα με το παρόν ζώντας όμως στο παρελθόν ή στο μέλλον κοιμισμένη.

Το τρίτο σκέλος τώρα είναι ο τόπος.

Πρέπει δηλαδή, να κοιτάζουμε τον τόπο στον οποίο βρισκόμαστε κάθε φορά και να τον συνειδητοποιούμε. Πρέπει να τον κοιτάζουμε προσεκτικά ακόμα κι αν μας είναι γνωστός και να αναρωτιώμαστε: Γιατί είμαι εγώ εδώ; τι σχέση έχω μ’ αυτό το μέρος; Ακόμη κι αν βρισκόμαστε μέσα στο ίδιο μας το δωμάτιο το οποίο το βλέπουμε συνέχεια κάθε μέρα.

Βέβαια εδώ όπως είπαμε την προηγούμενη φορά είναι καλό να αναρωτιόμαστε και που είμαστε, αν είμαστε στο αστρικό ή στο φυσικό για να αρχίσουμε να ξυπνάει η συνείδηση και το βράδυ.

Είναι αναγκαίο λοιπόν να εφαρμόζουμε καθημερινά το κλειδί Υ. Α. Τ. με όσο περισσότερη εσωτερική πειθαρχία μπορούμε, για να δίνουμε την δυνατότητα στην συνείδηση μας να επανέρχεται στο εδώ και τώρα και να μπορεί να αντιλαμβάνεται την κάθε στιγμή της ζωής της.

Η συνείδηση δρα, ενώ το εγώ σκέφτεται. Πρέπει να δώσουμε ένα σοκ στην συνείδηση ώστε να  βγει από αυτό που της είναι γνωστό και οικείο, δηλαδή από την μνήμη του παρελθόντος, καθότι όλα περιστρέφονται γύρω από την συνείδηση με σκοπό να την κλέψουν και να την κοιμίσουν. Αν ταυτιστεί με όλα αυτά την παίρνουν μαζί τους, και την γυρίζουν γύρω-γύρω κι έτσι ονειρεύεται και χάνεται. Η συνείδηση πρέπει να μάθει να σταθεροποιεί τον εαυτό της και να αναρωτιέται που είναι. Έτσι μέσα από μία συνεχή έκπληξη μπροστά στο κάθε τι που πέφτει στην αντίληψή μας, θα εκπαιδεύσουμε την συνείδηση μας, να παρατηρεί το κάθε τι και να βρίσκεται στο εδώ και τώρα από στιγμή σε στιγμή. Αυτός είναι ακριβώς και ο σκοπός του κλειδιού που δώσαμε, του κλειδιού Υ. Α. Τ.  σε συνδυασμό βέβαια με την αυτοπαρατήρηση.

Κι επαναλαμβάνω το κλειδί της αυτοπαρατήρησης για να το ξαναθυμηθούμε. Η αυτοπαρατήρηση επικεντρώνεται στο να παρατηρούμε τον εαυτό μας. Πως όμως μπορούμε να τον παρατηρήσουμε σωστά. Είπαμε ότι πρέπει να διαχωριζόμαστε πάντοτε σε παρατηρητή και παρατηρούμενο. Δηλαδή να μπορούμε να διαχωριζόμαστε έτσι ώστε να παρατηρούμε τις σκέψεις μας, τα συναισθήματά μας, τις χειρονομίες μας, τις κινήσεις, μας τις ένστικτες λειτουργίες μας, αν είναι δυνατόν, γιατί είναι λίγο πιο δύσκολο αυτό, σαν να ήταν κάποιος τρίτος, σαν να ήταν κάτι έξω από μας.

Αυτός όμως που πρέπει να παρατηρεί είναι η συνείδηση, γιατί αν δεν παρατηρεί η συνείδηση τότε ποιος άλλος μπορεί να παρατηρεί, παρά κάποιο εγώ, που πιθανώς μας ταυτίζει με διάφορες καταστάσεις.

Τώρα, εάν αντιλαμβανόμαστε σε μία δεδομένη στιγμή ότι αυτός που παρατηρεί ενώ εμείς νομίζουμε ότι είναι η συνείδηση αρχίζει να διαδικάζει, να κρίνει, είτε να επικρίνει είτε να δικαιολογεί, τότε θα πρέπει να αρχίσουμε να υποψιαζόμαστε ότι αυτός που παρατηρεί δεν είναι η συνείδηση, αλλά κάποιο εγώ. Ίσως μάλιστα να είναι και κάποια όψη του παρατηρούμενου, αυτού δηλαδή που προσπαθούμε να παρατηρήσουμε, η άλλη του όψη, το αντίθετό του. Για να είμαστε λοιπόν σίγουροι ότι είναι η συνείδηση αυτό που παρατηρεί…

  • Πως μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι είναι η συνείδηση αυτό που παρατηρεί; Ρωτώ αυτούς που το έχουν ακούσει.
  • Όταν δεν κρίνει αυτό που παρατηρεί και δεν το δικαιολογεί.
  • Ναι, αλλά πως μπορούμε να είμαστε σίγουροι; Πριν ακόμα συμβεί αυτό, ότι παρατηρεί η συνείδηση.
  • Όταν είμαστε στο εδώ και τώρα.

Μόνο σ’ αυτές τις στιγμές πραγματικά δρα η συνείδηση γιατί είπαμε ότι η συνείδηση δρα μόνο στο παρόν στη στιγμή, ενώ το εγώ στο παρελθόν και στο μέλλον.

Άρα αυτό το κλειδί συνδυάζεται με το εδώ και τώρα άμεσα, δηλαδή δεν μπορούμε να κάνουμε αυτοπαρατήρηση ενώ είμαστε βυθισμένοι, ή ενώ έχουμε μεταφερθεί σε κάποιες μελλοντικές ας πούμε επιθυμίες, είτε σε κάποια γεγονότα κι αναμνήσεις του παρελθόντος.

Να προχωρήσουμε λίγο ακόμη για να ολοκληρώσουμε αυτή την διάλεξη στις τέσσερις καταστάσεις της συνείδησης, γιατί η συνείδηση έχει τέσσερις καταστάσεις.

Η πρώτη κατάσταση είναι η εικασία κι είναι θα λέγαμε η χαμηλότερη κατάσταση της συνείδησης. Όταν βρίσκεται κάποιος σ’ αυτή την κατάσταση, γιατί υπάρχουν στιγμές που όλοι μας περνάμε από αυτές τις καταστάσεις διαδοχικά, δεν ξέρει τίποτα μόνο υποθέτει και συμπεραίνει μέσω υποθέσεων. Βρίσκεται σε μία συνεχή και γενική ασάφεια, προσπαθεί να δώσει μία μορφή, μία έννοια στο κάθε τι που πέφτει στην αντίληψή του, μ’ έναν τρόπο που όμως δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια γιατί είναι εντελώς υποκειμενικός. Συνήθως εκφράζεται με θεωρίες, ποτέ με πράξεις, και με φανατισμό. Και βέβαια με υποθετικές πάντοτε φράσεις.

Η δεύτερη κατάσταση είναι η πίστη. Την πίστη την συναντήσαμε και στην ενδιάμεση διάνοια. Αυτό που οι άνθρωποι εννοούν πίστη στην πραγματικότητα είναι πεποίθηση. Η πίστη είναι κάτι πολύ προσωπικό και δυνατό και έχει σχέση άμεσα με την εμπειρίωση ενός πράγματος, με την γνώση του δηλαδή. Είπαμε ότι όταν φτάσουμε στην γνώση ενός πράγματος δεν το χαρακτηρίζουμε ούτε καν πια σαν πίστη, γιατί είναι αυτό που είναι, το γνωρίζουμε, και δεν χρειάζεται ούτε να το πιστεύουμε ούτε να μην το πιστεύουμε.

Στην άλλη όψη όμως είναι η πεποίθηση. Είναι αυτό που έχουμε ακούσει, που έχουμε διαβάσει, και έχουμε πάρει γενικά σαν πληροφορία αλλά δεν το έχουμε εμείς ποτέ εσωτερικά βιώσει. Δεν είναι τεκμηριωμένο από κάποια αντικειμενική επιστήμη, ούτε από κάποιο φωτισμένο δάσκαλο της ανθρωπότητας.

Η τρίτη τώρα κατάσταση είναι η διάνοια.

Αυτή δεν είναι μια κατάσταση απλής σκέψης, αλλά είναι μία συνειδητή λειτουργία. Είναι δηλαδή η αυτοσυνείδητη προσπάθεια που κάνουμε μέσα από την έρευνά μας, μέσα από την αντικειμενική επιστήμη, από την γνώση. Είναι το πεδίο, στο οποίο πρέπει να επανεξετάζουμε το εσωτερικό μας περιεχόμενο, από ένα διαφορετικό πρίσμα. Είναι δηλαδή η αναθεώρηση κι η επανεξέταση όλων αυτών που έχουμε ήδη υιοθετήσει. Είναι μία κατάσταση δεκτικότητας, ανοιχτή στο καινούργιο. Μια κατάσταση μη προβολής, ουδέτερης παρατήρησης κι όχι κατάσταση φανατισμού ή ύπνωσης. Είναι το μεταβατικό στάδιο για την τέταρτη κατάσταση της συνείδησης η οποία ονομάζεται νους.

Όλοι οι άνθρωποι βρίσκονται κυρίως στις δύο πρώτες καταστάσεις στην εικασία και στην πίστη. Εμείς θα πρέπει να είμαστε στην τρίτη κατάσταση της συνείδησης, σαν γνήσιοι ερευνητές. Για να έχουμε μέσα από  επάγρυπνη και συνεχή παρατήρηση, επίγνωση των εσωτερικών μας καταστάσεων ώστε να μπορούμε να είμαστε ανοιχτοί και να δεχόμαστε το καινούργιο.

Έτσι θα μπορέσουμε να περάσουμε στην τέταρτη κατάσταση της συνείδησης στο Νου. Ο Νους τώρα είναι κοσμικός, το είπαμε και στη διάλεξη για το νου, είναι δηλαδή αυτή η κατάσταση της συνείδησης, η κοσμική συνείδηση, η οποία ονομάζεται στα σανσκριτικά τουρίγια, και την κατέχουν μόνο αυτοί, που είναι αφυπνισμένοι εκατό τοις εκατό. Αυτοί δηλαδή που έχουν φτάσει στην Αντικειμενική σκέψη, που σχετίζεται με την εσωτερική ΔΙΑΝΟΙΑ, με τον εσωτερικό νου, τον τρίτο νου.

Γι’ αυτό εμείς θα πρέπει να μάθουμε να εξασκούμε καθημερινά το κλειδί Υ.Α.Τ., να κάνουμε αυτοπαρατήρηση, να βρισκόμαστε στο εδώ και τώρα κι ακόμα ένα κλειδί που θα συγκεκριμενοποιήσει ακόμα περισσότερο όλα αυτά είναι η ενθύμηση του εαυτού που θα το δώσουμε στην επόμενη διάλεξη για να ολοκληρώσουμε όλη αυτήν την σειρά, έτσι ώστε να δώσουμε την δυνατότητα στην συνείδησή μας που βρίσκεται χρόνια σε αδράνεια, να λειτουργήσει και ν’ αφυπνιστεί.

Scroll to Top